οιωνικός

Greek Monolingual

οἰωνικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους οιωνούς
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰωνική
η οιωνοσκοπία.