οκτακίονος
Greek Monolingual
ὀκτακίονος, -ον (Μ)
αυτός που στηρίζεται σε οκτώ κίονες («ὀκτακίονος θόλος», Κ. Πορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + κίων, -ονος].
ὀκτακίονος, -ον (Μ)
αυτός που στηρίζεται σε οκτώ κίονες («ὀκτακίονος θόλος», Κ. Πορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + κίων, -ονος].