Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οκτακόρυφος
Greek Monolingual
-η, -ο 1. αυτός που έχει οκτώ κορυφές 2.φρ. «πλήρες οκτακόρυφον» (στην προβολική γεωμετρία) γεωμετρικό σχήμα που απαρτίζεται από οκτώσημεία τα οποία δεν κείνται σε επίπεδο. [ΕΤΥΜΟΛ.<οκτα- (βλ. λ.οκτώ) +κορυφή.