και οχταμηνιαίος, -α, -ο (Α ὀκταμηνιαῖος και ὀκτωμηνιαῖος, -α, -ον) οκτάμηνος1. αυτός που αποτελείται από οκτώ μήνες («ὀκταμηνιαῖος χρόνος», πάπ.)2. αυτός που έχει ηλικία οκτώ μηνών, οκτάμηνος.