ολίγον

Greek Monolingual

το
(βυζ. μουσ.) ένας από τους δέκα έμφωνους χαρακτήρες ποσότητας της υποδιαίρεσης ανιόντες της σύγχρονης σημειογραφίας της βυζαντινής μουσικής.