ολιγόκαινο

Greek Monolingual

το
γεωλ. μεγάλη παγκόσμια υποδιαίρεση τριτογενούς περιόδου και τών πετρωμάτων της, που προηγείται του μειοκαίνου και έπεται του ηωκαίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. oligocene < ολιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + καινός. Η λ., στον λόγιο τ. ὀλιγόκαινον, μαρτυρείται από το 1890 στον Κ. Μητσόπουλο].