ολιγόκερως
Greek Monolingual
ὀλιγόκερως, -έρωτος, ὁ, ἡ (Μ)
αυτός που έχει μικρά κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -κέρως (< κέρας), πρβλ. ορθό-κερως].
ὀλιγόκερως, -έρωτος, ὁ, ἡ (Μ)
αυτός που έχει μικρά κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -κέρως (< κέρας), πρβλ. ορθό-κερως].