ολιγόρριζος

Greek Monolingual

ὀλιγόρριζος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει λίγες ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό)- (βλ. λ. λιγο-) + -ρριζος (< ρίζα)].