ολμοβόλο

Greek Monolingual

το
είδος πυροβόλου μεγάλης καμπύλης τροχιάς, που εκτοξεύει όλμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όλμος + -βόλο (< βάλλω), πρβλ. οβιδο-βόλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Παπαρρηγόπουλο].