Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ολόφωνος
Greek Monolingual
ολόφωνος, -ον (Α) (για τον πετεινό) αυτός που έχει γεμάτη, δηλ. βαθιάφωνή, αυτός που φωνάζει με όλη του τη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὁλ(ο)- + -φωνος (<φωνή), πρβλ.μεγαλό-φωνος].