ομαυλία

Greek Monolingual

ὁμαυλία, ἡ (Α) [όμαυλος (Ι)]
(ποιητ. τ.) συγκατοίκηση («τὶς λόγῳ... φράσει... ἄταις τε συννόμους βροτῶν συζύγους ὁμαυλίας;», Αισχύλ.).