ομοζυγώ

Greek Monolingual

ὁμοζυγῶ, -έω (Α) ομόζυγος
(για υποζύγια 1. βρίσκομαι κάτω από τον ίδιο ζυγό
2. φρ. «τὴν εἰρεσίαν ὁμοζυγῶ» — κινώ ταυτοχρόνως τα κουπιά (Ηλιόδ.).