Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
-ή, -ό (Α ὀμφαλωτός, -ή, -όν) ομφαλόςαυτός που έχει σχήμα ομφαλού, που έχει εξόγκωμα στην κορυφή («ὀμφαλωτοὶ θώρακες», Πολυδ.).