Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ονισκοειδή
Greek Monolingual
τα ζωολ.υπόταξη καρκινοειδών ισοπόδων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oniscoidea (<ὀνίσκος+ -ειδής). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].