οξυτικός

Greek Monolingual

ὀξυτικός, -ή, -όν (Α) οξύς
ταχύς, γρήγορος («τί τοῦ ἡλιακοῦ ἅρματος ὀξυτικώτερον εἰς δρόμον;», Ιππόλ.).