οπισθοφυλακή
Greek Monolingual
η
στρ. στρατιωτική μονάδα με αποστολή την προστασία τών νώτων της στρατιωτικής δύναμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + φυλακή. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Βυζαντίου].
Translations
rearguard
Bulgarian: ариергард; Catalan: rereguarda; Dutch: achterhoede; Finnish: jälkijoukko; French: arrière-garde; German: Nachhut; Greek: οπισθοφυλακή; Ancient Greek: οὐραγία, ὀπισθοφυλακία, ὀπισθοφύλακες; Hebrew: מְאַסֵּף; Latvian: arjergards; Macedonian: заштитница; Maori: whakatautopenga, pūmanawa, hiku; Norwegian: baktropp; Polish: ariergarda, straż tylna; Portuguese: retaguarda; Russian: арьергард; Spanish: retaguardia, rezaga; Turkish: artçı, dümdar; Vietnamese: đạo quân hậu tập