οπωροκηπευτικά

Greek Monolingual

τα
γενικός όρος που δηλώνει όλες τις κατηγορίες φυτικής παραγωγής, εκτός τών φυτών μεγάλης καλλιέργειας, και ειδικότερα την παραγωγή τών οπωροφόρων, τών κηπευτικών, τών ανθοκομικών και τών αρωματικών φυτών.