Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ορθοκέραμος
Greek Monolingual
η ειδικό διακοσμητικό κεραμίδι με ανάγλυφες παραστάσεις που τοποθετείται στα όρια της επικεράμωσης της στέγης. [ΕΤΥΜΟΛ.<ορθ(ο)- +κέραμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Σ. Α. Κουμανούδη].