ορθόπρυμνος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀρθόπρυμνος, -ον)
(για πλοίο) αυτός του οποίου η πρύμνη προεξέχει προς τα πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. λεπτό-πρυμνος].