ορθόπτερος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀρθόπτερος, -ον)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορθόπτερα
εντομολ. τάξη νεόπτερων πτερυγωτών εντόμων που περιλαμβάνει τις ακρίδες και τους γρύλλους
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «μεγάλους κολωνοὺς ἔχουσα
πτερά γὰρ τὰ εἰς ὕψος ἀνέχοντα, ἢ μεγάλας ἔχουσα περιστόους οἰκοδομάς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. ωκύ-πτερος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. orthoptera].