Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ορθώνυμος
Greek Monolingual
ὀρθώνυμος, -ον (Α) αυτός που έχει ορθό όνομα, αυτός που ονομάζεται ή ονομάστηκε ορθά. [ΕΤΥΜΟΛ.<ορθ(ο)- + -ώνυμος (<όνυμα, αιολ. τ. του όνομα), πρβλ.κακ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].