ὁρκάνη, ἡ (Α)(ποιητ. τ.)1. ακανθώδες περίφραγμα, φράχτης2. θηρευτικό δίχτυ3. (κατά τον Ησύχ.) δεσμωτήριο, φυλακή.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα ὁρκ- του θ. ἑρκ- της λ. ἕρκος «φραγμός» (βλ. λ. έρκος)].