οροεξασθένηση
Greek Monolingual
η
ιατρ. οροθεραπεία που εφαρμόζεται για να εξασθενήσει τις εκδηλώσεις μιας λοιμώδους νόσου η οποία βρίσκεται ήδη σε περίοδο επωάσεως.
η
ιατρ. οροθεραπεία που εφαρμόζεται για να εξασθενήσει τις εκδηλώσεις μιας λοιμώδους νόσου η οποία βρίσκεται ήδη σε περίοδο επωάσεως.