οροθέσιο

Greek Monolingual

το (ΑΜ οροθέσιον) οροθέτης
οτιδήποτε χρησιμεύει για τον καθορισμό συνόρων, ορόσημο
αρχ.
στον πληθ. τὰ ὁροθέσια
τα σύνορα, τα όρια.