ο (Α ὁροφύλαξ, ιων. τ. οὐροφύλαξ)
νεοελλ.
στρατιώτης της οροφυλακής ή υπάλληλος που ανήκε στην υπηρεσία φρούρησης τών συνόρων
αρχ.
1. ο έφορος τών οροσήμων
2. ο φύλακας τών συνόρων
3. αυτός που διατηρεί, που διαφυλάσει τα όρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅρος (Ι) + φύλαξ.