οροφύλαξ

Greek Monolingual

(I)
ὁροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
βλ. οροφύλακας.
(II)
ὀροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
ο φύλακας τών ορέων, τών βουνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρο- (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + φύλαξ.