ὀρτάλιχος, ὁ (ΑΜ)1. υποκορ. του ορταλίς.2. νεοσσός3. νεογνό ζώου4. (βοιωτ. τ.) αλεκτρυών, πετεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρταλίς + εκφραστικό επίθημα -ιχος (πρβλ. κόψιχος)].