Open main menu
Home
Random
Log in
Settings
About LSJ
Disclaimers
LSJ
Search
Ask at the forum if you have an
Ancient
or
Modern
Greek query!
οστεοπεριοστικός
Watch
Edit
Greek Monolingual
-ή, -ό
ιατρ.
αυτός που αφορά το
οστό
και το
περιόστεο
.
[
ΕΤΥΜΟΛ.
<
ὀστέον
/
ὀστοῦν
+
περιόστεον
].