οστεοπλαστία

Greek Monolingual

η
ιατρ. η οστεοπλαστική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteoplasty < ὀστέον / ὀστοῦν + -πλαστία (< -πλάστης < πλάσσω)].