Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οστολόγος
Greek Monolingual
ὀστολόγος, -ον (Α) 1. αυτός που συλλέγει τα οστά νεκρού ο οποίος έχει υποβληθεί στη διαδικασία της καύσης 2.ως κύριο όν.Ὀστολόγοι τίτλος τραγωδίας του Αισχύλου. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὀστέον / ὀστοῦν+ -λόγος].