οστοφανώ

Greek Monolingual

ὀστοφανῶ, -έω (Μ)
δείχνω τα οστά μου, τις πλευρές μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -φανῶ (< -φανής < φαίνω)].