ουρανίτης

Greek Monolingual

ο
(ορυκτ.) το σύνολο τών φωσφορικών και αρσενικικών ορυκτών του ουρανίου τα οποία περιέχουν και αλκάλια ή αλκαλικές γαίες ή χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. uranite (< Ουρανός). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αν. Κορδέλλα].