ουριοδρομία
Greek Monolingual
η
ναυτ. η πλεύση ιστιοφόρου πλοίου με τον άνεμο ούριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουριοδρόμος, απόδοση του αγγλ. running before the wind. H λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Ιω. Πανταζίδη].
η
ναυτ. η πλεύση ιστιοφόρου πλοίου με τον άνεμο ούριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουριοδρόμος, απόδοση του αγγλ. running before the wind. H λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Ιω. Πανταζίδη].