οφθαλμογραφία

Greek Monolingual

η
ανατομική περιγραφή του οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmographie (< οφθαλμός + -γραφία). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Ν. Κοντοπούλου].