ὀφθαλμόδουλος, -ον (Α)(για δούλο) αυτός ο οποίος κάνει εκείνο που πρέπει μόνο όταν τον επιβλέπει ο δεσπότης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + δοῦλος.