οψίνους

Greek Monolingual

ὀψίνους, -ουν και ποιητ. τ. -οος, -οον (Α)
(ως προσωνυμία του Επιμηθέως) αυτός που σκέπτεται ή καταλαβαίνει κάτι καθυστερημένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + νοῦς.