οἰκ-ηϊότης, οἰκ-ηϊόω, Ion. for οἰκεῖος, etc.
ion. c. οἰκεῖος.
οἰκήϊος, -ον (Α) ιων. τ. βλ. οἰκείος.
οἰκήϊος: οἰκηϊότης, οἰκηιόω, Ιων. αντί οἰκεί-.
ion. = οἰκεῖος; Hes. O. 459; Her.