οἰκτρότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ, piteous condition, Poll.3.116, Sch.E.Or.672.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκτρότης: -ητος, ἡ, οἰκτρά, ἐλεεινὴ κατάστασις, Πολυδ. Γ΄, 116.