τό, Dim. of οἶνος, small wine, poor wine, Apollod. ap. D.L. 10.11.
τό, dim. von οἶνος, ein wenig Wein, DL. 10.11.
οἰνίδιον: (ῐδ) τό немножко вина Diog. L.
οἰνίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ οἶνος, οἰνάριον, Διογ. Λ. 10. 11.
οἰνίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. του οἶνος) μικρή ποσότητα κρασιού ή αδύνατο κρασί.