οἰσέμεναι, v. φέρω.
inf. f. épq. de φέρω.
οἰσέμεν: -έμεναι, απαρ. μέλ. του φέρω.
οἰσέμεν: и οἰσέμεναι эп. inf. fut. к φέρω.
= οἴσειν, inf. fut. zu φέρω.