οἰσέμεν

English (LSJ)

οἰσέμεναι, v. φέρω.

French (Bailly abrégé)

inf. f. épq. de φέρω.

Greek Monotonic

οἰσέμεν: -έμεναι, απαρ. μέλ. του φέρω.

Russian (Dvoretsky)

οἰσέμεν: и οἰσέμεναι эп. inf. fut. к φέρω.

German (Pape)

= οἴσειν, inf. fut. zu φέρω.