οἰσεῦμες

Greek Monotonic

οἰσεῦμες: Δωρ. αντί οἴσομεν, αʹ πληθ. μέλ. του φέρω.

Russian (Dvoretsky)

οἰσεῦμες: Theocr. 1 л. pl. fut. к φέρω.