οἰστρόδονος

English (LSJ)

ον, = οἰστροδόνητος, A. Supp. 16 (anap).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. οἰστροδόνητος.
Étymologie: οἶστρος, δονέω.

Greek (Liddell-Scott)

οἰστρόδονος: ἴδε οἰστροδίνητος.

Russian (Dvoretsky)

οἰστρόδονος: Aesch. = οἰστροδόνητος.

German (Pape)

οἰστροδόνητος, von der Io, Aesch. Suppl. 16.