οἱ

French (Bailly abrégé)

ou dev. un enclit. οἵ;
plur. masc. de l'art. ὁ, ἡ, τό.

Greek Monotonic

οἱ: ονομ. πληθ. του αρσ. άρθρου · I.οἵ, ονομ. πληθ. της αναφορ. αντων. ὅς.

Russian (Dvoretsky)

οἱ: перед энкл. οἵ pl. к ὁ.

German (Pape)

nom. plur. masc. des Artikels, s. .