οἴνωτρον

English (LSJ)

χάρακα, ᾗ τὴν ἄμπελον ἱστᾶσι (Dorian), Hsch.

Greek Monolingual

οἴνωτρον και οἴνωθρον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Δωριείς) «χάρακα, ἧ τὴν ἄμπελον ἱστᾱσι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + επίθημα -(ω)τρον, κατά τα ουσ. σε -τρον από ρήματα σε -όω (πρβλ. σάρωτρον, φίμωτρον)].

German (Pape)

τό, der Weinpfahl, nach Hesych. dor.