οὐλόπους

English (LSJ)

ποδος, v. οὐλοκάρηνος ΙΙ.

Russian (Dvoretsky)

οὐλόπους: 2, gen. ποδος (о жертвенном животном) с неповрежденными ногами HH.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλόπους: οδος, ἴδε ἐν λ. οὐλοκάρηνος ΙΙ.

Greek Monotonic

οὐλόπους: -ποδος, βλ. οὐλοκάρηνος II.

Middle Liddell

οὐλό-πους, [v. οὐλοκάρηνος II.]