οὐρανοκάτοικος

English (LSJ)

οὐρανοκάτοικον, dwelling in heaven, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 417] den Himmel bewohnend (?).

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνοκάτοικος: -ον, ὁ κατοικῶν ἐν οὐρανῷ, Γλωσσ.

Greek Monolingual

οὐρανοκάτοικος, -ον (Α)
αυτός που κατοικεί στον ουρανό, επουράνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + κάτοικος.