οὐρανοφόρος

English (LSJ)

οὐρανοφόρον, that leads up to heaven, Lat. caelifer, Glossaria; v. οὐρανόροφος.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνοφόρος: -ον, ὁ ἔχων ἄνωθεν οὐρανόν, δηλ. παραπέτασμα, ἴδε ἐν λ. οὐρανοφόρος 2) ὁ φέρων εἰς τὸν οὐρανὸν, οὐρανοφόρος κλῖμαξ Βασίλ. IV, 357Β.

Greek Monolingual

οὐρανοφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που βαστάζει τον ουρανό
2. αυτός που οδηγεί στον ουρανό («οὐρανοφόρος κλῖμαξ», Μ. Βασ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -φόρος].

German (Pape)

den Himmel tragend, Sp.