οὐρεσίφοιτος

English (LSJ)

οὐρεσίφοιτον, = ὀρεσίφοιτος, AP5.143 (Mel.), Opp.H.5.403, Nonn. D. 9.76.

German (Pape)

[Seite 418] = οὐρεσιφοίτης, κρίνα, Mel. 92 (V, 144), die Berglilien; oft bei a. sp. D., wie Nonn. D. 8, 17.

Russian (Dvoretsky)

οὐρεσίφοιτος: Anth. = οὐρεσιφοίτης.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρεσίφοιτος: -ον, = ὀρεσίφ., Ἀνθ. Π. 5. 144, Ὀππ. Ἁλ. 5. 403. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐρεσίφοιτος· ἐν τοῖς ὄρεσι πλανώμενος».

Greek Monolingual

οὐρεσίφοιτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. ορεσίφοιτος.