οὐροφύλαξ
English (LSJ)
ὁ, v. ὁροφύλαξ.
Greek (Liddell-Scott)
οὐροφύλαξ: ὁροφύλαξ, Inscr. Gr. Antiq. 381, 19.
Greek Monolingual
οὐροφύλαξ, ὁ (Α)
βλ. οροφύλακας.
ὁ, v. ὁροφύλαξ.
οὐροφύλαξ: ὁροφύλαξ, Inscr. Gr. Antiq. 381, 19.
οὐροφύλαξ, ὁ (Α)
βλ. οροφύλακας.