πάγκρανον

English (LSJ)

τό, = θαψία (deadly carrot, Thapsia garganica), Ps.-Dsc.4.153 (παγκράτιον Wellmann).

German (Pape)

[Seite 436] τό, eine Pflanze, Diosc. 4, 157.

Greek (Liddell-Scott)

πάγκρανον: θαψία, Διοσκ. 4. 154 (156), ἐκ τῶν νόθων.

Greek Monolingual

πάγκρανον, τὸ (Α)
το φυτό θαψία.